πυρίπνους

πυρίπνους
-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» — τα τόξα τού Έρωτα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρίπνους — firebreathing masc/fem nom pl πυρίπνους firebreathing masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίπνουν — πυρίπνους firebreathing masc/fem acc sg πυρίπνους firebreathing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίπνου — πυρίπνους firebreathing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίπνῳ — πυρίπνους firebreathing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίπνοον — πυρίπνοος firebreathing masc/fem acc sg πυρίπνοος firebreathing neut nom/voc/acc sg πυρίπνους firebreathing masc/fem acc sg πυρίπνους firebreathing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίπνευστος — ον, ΜΑ 1. πυρίπνους* 2. αυτός που αναδίδει ατμούς ως αποτέλεσμα τής φωτιάς που καίει από κάτω ή μέσα του («πυρίπνευστοι λέβητες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνευστος (< πνέω), πρβλ. θεό πνευστος, νεό πνευστος] …   Dictionary of Greek

  • πυριπνέων — και επικ. τ. πυριπνείων, ουσα, ον, Α πυρίπνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πνέων, μτχ. τού ρ. πνέω] …   Dictionary of Greek

  • πυριπνόου — πυρίπνοος firebreathing masc/fem/neut gen sg πυρίπνους firebreathing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριπνόους — πυρίπνοος firebreathing masc/fem acc pl πυρίπνους firebreathing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”